- φρενοδαλής
- -ές, Ααυτός που προκαλεί βλάβη στις φρένες.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -δᾰλής (< δηλέομαι «βλάπτω»). Ο τ. εμφανίζει δυσερμήνευτο βραχύ -α- (αντί τού αναμενόμενου -ᾱ- / -η-), το οποίο απαντά και σε άλλους συγγενείς τ., πρβλ. παν-δάλ-ητος, δάλλεικακουργεῖ].
Dictionary of Greek. 2013.